προσφερομένων

προσφερομένων
προσφέρω
bring to
pres part mp fem gen pl
προσφέρω
bring to
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηροδοσία — και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία) η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή νεοελλ. η συνολική ή η ετήσια ποσότητα τού κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες μσν …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… …   Dictionary of Greek

  • σπάνις — εως, η, ΝΑ σπανιότητα νεοελλ. (λόγιος τ.) 1. (οικον.) η ανεπάρκεια τής ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους 2. φρ. α) «σπάνις εισροών» έλλειψη συντελεστών παραγωγής β) «σπάνις εκροών» (οικον.) έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • Δίφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Θησηίς, από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα. Επονομάστηκε χωλιαμβογράφος, γιατί έγραφε χωλούς ιάμβους. Τους σκωπτικούς του στίχους εναντίον του φιλόσοφου Βοΐδα… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • αποδοχή — η 1. το να δεχτεί κανείς κάτι που του προσφέρουν ή του στέλνουν: Η αποδοχή των προσφερόμενων από κάποιον χρειάζεται πολλή σκέψη. 2. έγκριση, συγκατάθεση: Η αποδοχή ή όχι των προτάσεών σας απαιτεί μελέτη τους. 3. «αποδοχή συναλλαγματικής», ανάληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”